- εκπυρσοκρότηση
- η1. έκρηξη, κρότος από ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης.2. πυροβολισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκπυρσοκρότηση — η 1. κρότος από ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης 2. (για πυροβόλο όπλο) πυροβολισμός … Dictionary of Greek
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
πυροβολισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροβολώ, η εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου 2. ο ήχος που παράγεται κατά την εκπυρσοκρότηση οποιουδήποτε πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ + κατάλ. ισμός τών ρ. σε ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1825… … Dictionary of Greek
συμπυρσοκρότηση — η, Ν 1. ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση από πολλά όπλα 2. ο κρότος από ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυρσοκροτώ. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυρσοκρότησις, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
ανατροχάζω — (Α ἀνατροχάζω) (για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ αρχ. τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τροχάζω («τρέχω») < τροχός. ΠΑΡ. ανατροχασμός] … Dictionary of Greek
ανατροχασμός — ο (Α ἀνατροχασμός) η βίαιη οπισθοδρόμηση πυροβόλου κατά την εκπυρσοκρότησή του αρχ. τρέξιμο προς τα πίσω … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
επισήμανση — η (AM ἐπισήμανσις) [επισημαίνω] νεοελλ. 1. σημάδεμα, μαρκάρισμα 2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός 3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης 4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία … Dictionary of Greek
ευφλογιστία — η [ευφλόγιστος] 1. το να αναφλέγεται κάτι εύκολα 2. (ειδ.) η εύκολη εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου … Dictionary of Greek